- εμπυρευμάτιση
- ηη τοποθέτηση εμπυρεύματος (καψουλιού) σε εκρηκτικό γέμισμα για μετάδοση του πυρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπυρευμάτιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμπυρευματίζω, η τοποθέτηση τού εμπυρεύματος για την ανάφλεξη κάποιας εκρηκτικής ύλης … Dictionary of Greek
εμπυρευματιστήρας — ο τρυπάνι που χρησιμεύει για εμπυρευμάτιση … Dictionary of Greek
εμπύρευση — η εμπυρευμάτιση … Dictionary of Greek